F «Κατέλαβαν συχνότητες και ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς άδεια, τηλεοπτικό σταθμό»! – Επί του Πιεστηρίου

«Κατέλαβαν συχνότητες και ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς άδεια, τηλεοπτικό σταθμό»!


Καταπέλτης το Συμβούλιο της Επικρατείας
    • Και νέμονται τομέα της αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών
    • Η επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που λειτουργούν παρανόμως αντίκειται στο Σύνταγμα

Με δύο αποφάσεις του το Συμβούλιο της Επικρατείας χαρακτηρίζει ευθέως παράνομη τη λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών που έχουν καταλάβει αυθαίρετα ραδιοσυχνότητα και λειτουργούν χωρίς άδεια, κάτι που αντίκειται στο Σύνταγμα. Αλλά η εξουσία-κυβέρνηση έκλεινε τα μάτια σε αυτήν την αυθαιρεσία. Και αυτό είχε ξεκινήσει από το 1989.
Μάλιστα, το ΣτΕ στην απόφασή του 3578/2010 (Ολομέλεια) επισημαίνει τη μειονεκτική μοίρα των προσώπων που δεν θέλησαν να παρανομήσουν και δεν προχώρησαν σε αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας και ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού χωρίς άδεια.

Εξάλλου, στην πρόσφατη απόφαση, υπ’ αριθ. 129/2016, επί των ασφαλιστικών μέτρων που είχε καταθέσει ο τηλεοπτικός σταθμός Alpha για ακύρωση του διαγωνισμού, η αίτηση απορρίφθηκε με το εξής σκεπτικό:

«Η Επιτροπή κρίνει ότι ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν προέκυψε, κατά τα προεκτεθέντα, βλάβη της αιτούσης δικαιολογούσα την αποδοχή της κρινομένης αιτήσεως, συντρέχουν εν προκειμένω –κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τη Διοίκηση– επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την ταχεία ολοκλήρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας και ότι, προεχόντως για τον λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση».

Παράνομοι σε όλα
Στην απόφαση 3578/2010 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου προήδρευσε ο αντιπρόεδρος Μ. Βροντάκης, αναφέρονται τα εξής:
«Με τις διατάξεις του άρθρου 19 του μεταγενέστερου Ν. 3051/2002 παρατάθηκε το καθεστώς λειτουργίας των ίδιων τηλεοπτικών σταθμών επ’ αόριστον, εφ’ όσον με αυτές καταργήθηκαν οι αρξάμενες διαγωνιστικές διαδικασίες χωρίς να έχουν προκηρυχθεί νέες και χωρίς να τάσσεται στη Διοίκηση εύλογη προθεσμία, μέσα στην οποία θα έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας. Όμως, η υπό τις εκτεθείσες συνθήκες επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών οι οποίοι ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως αντίκειται προς το Σύ­νταγμα. Πρώτον μεν, αντιβαίνει προς τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά.

Τούτο επιτυγχάνεται με την αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών εφαρμογής και επιβολής του νόμου. Έτσι διαφυλάσσεται το κύρος του νόμου και επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη, που πρέπει να γίνεται από όλους σεβαστή. Δημόσιο δε αγαθό αποτελούν οι αριθμητικά περιορισμένες ραδιοσυχνότητες για την πραγματοποίηση τηλεοπτικών εκπομπών αναλογικού σήματος. Το δημόσιο αυτό αγαθό προσβάλλεται όταν η χρήση των ραδιοσυχνοτήτων γίνεται χωρίς την απαιτούμενη διοικητική άδεια, δηλαδή αυθαιρέτως και παρανόμως. Δεύτερον δε, η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Διότι θέτει τα πρόσωπα εκείνα τα οποία, ενώ είχαν την πραγματική δυνατότητα και τη βούληση να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό, δεν το έπραξαν όμως αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν τον νόμο, σε εξόχως μειονεκτική μοίρα σε σχέση με τα πρόσωπα τα οποία, με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς δηλαδή άδεια, τηλεοπτικό σταθμό. Πράγματι, τα τελευταία αυτά πρόσωπα νέμονται τομέα της αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών, η λειτουργία της οποίας μάλιστα συνδέεται με την, καίριας σημασίας σε μια δημοκρατική πολιτεία, άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι».

«Οι άδειες ποτέ δεν ετελειώθησαν…»
Εξάλλου, στην απόφαση υπ’ αριθ. 129/2016 της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί των ασφαλιστικών μέτρων που είχε ασκήσει ο Αlpha, όπου προήδρευσε ο πρόεδρος του ΣτΕ κ. Ν. Σακελλαρίου, αναφέρονται τα εξής:
«16. Επειδή, κατά το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, η λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, αποτελούσα αντικείμενο εντόνου κρατικού ενδιαφέροντος, ανάγεται σε θέμα γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνθέτουν οι αναγραφόμενοι στη διάταξη αυτή στόχοι, όπως είναι η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, η διασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των εκπομπών προς την κατεύθυνση της κοινωνικής και πολιτιστικής αναπτύξεως της χώρας και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας (βλ. ΣτΕ 5040/1987 Ολομ., 1144-5/1998 Ολομ., 553-4-/2003 7μ., 2241/2005 7μ., 113/2009 7μ., 1617/2012 Ολομ., 1337 – 1339/2013 7μ. κ.ά.).

Από την ίδια συνταγματική διάταξη προκύπτει επίσης η ιδιαίτερη νομική φύση της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής, που αποτελεί περιεχόμενο δημοσίας υπηρεσίας με τη λειτουργική έννοια του όρου. Η δημόσια αυτή υπηρεσία μπορεί να ασκείται τόσον από το ίδιο το Κράτος (κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση) όσον και από ιδιώτες κατά παραχώρηση (ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση), υπό τον άμεσο έλεγχο του Κράτους, ο οποίος καθιστά συνταγματικώς ανεκτή την παρέμβαση του νομοθέτη στη νομική μορφή και σε εσωτερικά ζητήματα οργανώσεως και λειτουργίας των αναδόχων της δημόσιας αυτής υπηρεσίας, παρέμβαση η οποία συνεπάγεται την επιβολή περιορισμών στην προστατευόμενη από το άρθρο 5 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία (βλ. Π.Ε. 187-188/2003). Ειδικώς, άλλωστε, η παροχή υπηρεσιών επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ρητώς ορίζεται στην προπαρατεθείσα παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 4339/2015 ως “υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος”, κατά το άρθρο 106 παρ. 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Περαιτέρω, από τα εκτεθέντα αναλυτικώς στην τρίτη σκέψη συνάγεται ότι το έτος 1989 άρχισαν να λειτουργούν πολλοί τηλεοπτικοί σταθμοί αυθαιρέτως και χωρίς άδεια, εκδόθηκε δε, το 1993, χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες, περιορισμένος αριθμός αδειών ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών τοπικής εμβέλειας με δυνατότητα τεχνικής δικτυώσεως για απόκτηση εθνικής εμβέλειας. Οι άδειες, όμως, αυτές δεν ετελειώθησαν, αλλά μετά 9 μήνες ανεκλήθησαν αυτοδικαίως, έκτοτε δε, ως προς τους τελευταίους ως άνω τηλεοπτικούς σταθμούς, είτε δεν υπήρχε, για μακρά χρονικά διαστήματα, καμία νομική κάλυψη για τη λειτουργία τους, είτε επεχειρείτο –ακόμη και μετά τη μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή τηλεόραση με τα άρθρα 13 και 14 του ν. 3592/2007– η “νομιμοποίηση” της λειτουργίας τους με αλλεπάλληλες νομοθετικές διατάξεις, σε συνάρτηση με την ολοκλήρωση προκηρυχθεισών διαγωνιστικών διαδικασιών (άρθρο 17 παρ. 3 ν. 2644/1998) ή, τις περισσότερες φορές, ασυνδέτως προς προηγουμένη έκδοση προκηρύξεων, επ’ αόριστον, σε αντίθεση με την προαναφερθείσα νομολογία του ΣτΕ (3578/2010 Ολομ. κ.ά.).

Εν όψει και του ζητήματος αυτού, κρίθηκε με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4339/2015, “επιβεβλημένη η χορήγηση αδειών με απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης”, ενώ όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του –προστεθέντος με τον ν. 4367/2016– άρθρου 2Α του ν. 4339/2015, η “ανάγκη άμεσης νομοθετικής παρέμβασης” καθίσταται “επιτακτική” και από τη λήξη, στις 31.12.2015, της “πολλάκις παραταθείσης” σχετικής προθεσμίας. Τέλος, με τη Σύμβαση Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το σχέδιο της οποίας κυρώθηκε με τον ν. 4336/2015 (Α’ 94), η χώρα ανέλαβε δέσμευση θεσπίσεως διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων που θα συμπεριλαμβάνουν, εκτός άλλων, και την “αναγγελία προκήρυξης δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού υποβολής προσφορών για την απόκτηση τηλεοπτικών αδειών και την καταβολή τελών που αφορούν τη χρήση των αντίστοιχων συχνοτήτων” (άρθρο 3. Παρ. Γ υποπαρ. 2.1.)».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *