Στα 320 ευρώ η βασική σύνταξη, απαιτούν οι «θεσμοί»!
Στα 170 ευρώ η ανώτερη επικουρική
- Πλαφόν τα 2.300 ευρώ για όλες τις συντάξεις
Σκληρά μέτρα με περικοπές συντάξεων αξιώνουν οι δανειστές, αποδομώντας σε μεγάλο βαθμό την πρόταση του υπουργού Εργασίας και την επιδίωξη της κυβέρνησης να διατηρηθεί αλώβητο το σύνολο σχεδόν των κύριων συντάξεων.
Οι δανειστές ζήτησαν από τον υπουργό Εργασίας επαναφορά της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος για τις επικουρικές συντάξεις, όπου απαιτούν ανώτερο όριο τα 170 ευρώ, ενώ ταυτόχρονα απέρριψαν την πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση των εισφορών (στις επικουρικές) κατά 1,5 μονάδα.
Επίσης, θέτουν πλαφόν ανώτερης σύνταξης τα 2.300 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν οι συνταξιούχοι έχουν διαδοχική ασφάλιση, παίρνουν δύο και τρεις συντάξεις και εισπράττουν μέχρι σήμερα μεγαλύτερη σύνταξη!
Σήμερα ισχύει πλαφόν 2.773 ευρώ (μεικτό ποσό μαζί με επιδόματα) για μια κύρια σύνταξη και 3.680 ευρώ (καθαρό ποσό) για το άθροισμα. Στο προσχέδιο του υπουργού Εργασίας Γ. Κατρούγκαλου προβλέπεται ανώτατο πλαφόν στις 2.300 ευρώ για την κύρια σύνταξη και στις 3.000 ευρώ στο εισόδημα από συντάξεις. Στην πρώτη γραμμή του πυρός για τις επερχόμενες μειώσεις βρίσκονται 50.000 συνταξιούχοι που εισπράττουν πάνω από 2.000 ευρώ από συντάξεις γήρατος, χηρείας, αναπηρίας, μερίσματα κ.λπ.
Ζητούν, επίσης, μειώσεις και στις νέες συντάξεις (κύριες και επικουρικές), καθώς ζητούν τα ποσοστά αναπλήρωσης να μην υπερβαίνουν το 50% του συντάξιμου μισθού, ενώ προβάλλουν αντιρρήσεις και όσον αφορά το ύψος της εθνικής σύνταξης των 384 ευρώ, βάζουν θέμα εισοδηματικών κριτηρίων και πιέζουν να κατέβει στα 320 ευρώ.
Με την απόρριψη της αύξησης των εισφορών κατά 1,5 μονάδα θεωρείται αδύνατον να καλυφθούν τα ελλείμματα του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης, που υπολογίζεται για φέτος στα 600 εκατ. ευρώ, με το πλέον πιθανό σενάριο να οδηγεί σε μεσοσταθμικές μειώσεις 18%-20%. Επιπροσθέτως, οι δανειστές ζητούν την επαναφορά και εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, κάτι που σημαίνει μειώσεις των επικουρικών συντάξεων σε σταθερή βάση.
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τον υπουργό Εργασίας Γ. Κατρούγκαλο να δηλώσει, μια ημέρα μετά την πρώτη συνάντηση με το «κουαρτέτο» των δανειστών, ότι «η απόλυτη ”κόκκινη γραμμή” της κυβέρνησης είναι να μην υπάρξουν μειώσεις για όσους έχουν συντάξιμες αποδοχές μέχρι 1.300 ευρώ». Παρ’ όλα αυτά, ο υπουργός πρόσθεσε ότι «οι κύριες συντάξεις δεν θα υποστούν καμιά μείωση, ενώ οι επικουρικές θα προστατευθούν στοχευμένα».
Με άλλα λόγια, η γραμμή στη διαπραγμάτευση μετατοπίζεται κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις των δανειστών και η προσπάθεια που καταβάλλεται είναι να διασωθούν οι συνταξιοδοτικές αποδοχές των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Ωστόσο, κύριες συντάξεις μέχρι 1.500 ευρώ λαμβάνει σχεδόν το 80% των συνταξιούχων.
Ο κ. Κατρούγκαλος, αναφερόμενος στις επικουρικές συντάξεις, τόνισε ότι δεν είναι μόνο θέμα ποσού αλλά και συντελεστή αναπλήρωσης. «Σε περιπτώσεις όπου έχουν καταβληθεί πολύ υψηλές εισφορές δεν είναι άδικο να υπάρχουν υψηλότερες αποδοχές», σημείωσε.
Προσωπική διαφορά μέχρι 300 ευρώ
Το άλλο μεγάλο «αγκάθι» στη διαπραγμάτευση, απ’ όπου μπορεί να προκύψει μείωση των καταβαλλόμενων συντάξεων (κύριων και επικουρικών), αφορά τη λεγόμενη «προσωπική διαφορά», δηλαδή τη διαφορά του υπολογισμού των συντάξεων με το νέο σύστημα σε σχέση με τις αποδοχές που καταβάλλονται σήμερα με το παλαιό.
Η εμμονή των δανειστών στο τεχνικό κομμάτι του επανυπολογισμού των συντάξεων δεν αποκλείεται να υποκρύπτει την πρόθεσή τους η προσωπική διαφορά να εφαρμοστεί πριν από το 2018 και όχι με πάγωμα των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, όπως προτείνει η ελληνική πλευρά, αλλά με άμεσες περικοπές. Άλλωστε, οι «θεσμοί» σε όλες τις έγγραφες τοποθετήσεις τους προς την ελληνική κυβέρνηση συνδέουν την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% έως το 2018 με τη μείωση της δαπάνης για συντάξεις.
«Ταχύτητες» στην εθνική σύνταξη
Από την πρώτη συζήτηση οι δανειστές ζήτησαν, όπως γράφουμε παραπάνω, η εθνική σύνταξη να μειωθεί στα 320 ευρώ. Σύμφωνα και με πηγές από το υπουργείο Εργασίας, η εθνική σύνταξη θα κλιμακώνεται με μείωση 1% για λιγότερα από 20 χρόνια ασφάλισης, με αποτέλεσμα όσοι έχουν συμπληρώσει 15ετία να λαμβάνουν 288 ευρώ μέσω της εθνικής σύνταξης (15/20 των 384 ευρώ) και όσοι συμπληρώσουν 19 χρόνια να λαμβάνουν 326 ευρώ, που αντιστοιχούν στα 19/20 των 384 ευρώ.
Επιπλέον, οι πιστωτές ζήτησαν μεγαλύτερη σύνδεση εισφορών – παροχών μέσα από τα ποσοστά αναπλήρωσης των ανταποδοτικών συντάξεων και στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης τέθηκε η πρόταση για μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης για τα πρώτα 15 έτη ασφάλισης από 0,80% σε 0,70% και αύξηση για τα 40 έτη ασφάλισης από 2% σε 2,20%, που προτείνει η ελληνική πλευρά.
Επιφυλάξεις τέλος εξέφρασε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για τις εκπτώσεις στις εισφορές των νέων ελεύθερων επαγγελματιών κατά τα πρώτα πέντε χρόνια έναρξης επαγγέλματος αλλά και για την πρόταση για εισφορές 16% στους αγρότες, καθώς πρόκειται για μόνιμου χαρακτήρα μέτρα τα οποία αλλοιώνουν τη λογική της εφαρμογής ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους.
Μειώσεις σε επικουρικές, εφάπαξ και μερίσματα
Όσο για τις επικουρικές συντάξεις, σύμφωνα με πληροφορίες, ήδη είναι έτοιμη αναλογιστική μελέτη, σύμφωνα με την οποία εφόσον επανυπολογιστούν οι παροχές δημιουργείται «τρύπα» της τάξης των 300 εκατ. ευρώ. Το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει μεσοσταθμικές μειώσεις 6%-7% για 711.000 δικαιούχους. Στην περίπτωση αυτή, το «ψαλίδι» γλιτώνουν 358.000 συνταξιούχοι (σχεδόν το 33%) που εισπράττουν μέχρι 170 ευρώ επικουρική σύνταξη. Υπάρχει βέβαια και δεύτερο σενάριο, που προβλέπει μειώσεις από 2% έως 30% σε περισσότερες από 800.000 επικουρικές συντάξεις άνω των 150 ευρώ. Δεδομένες θεωρούνται οι περικοπές στα εφάπαξ. Το υπό διαπραγμάτευση σχέδιο του υπουργού Εργασίας Γιώργου Καρούγκαλου εξισώνει παλαιούς και καινούργιους ασφαλισμένους και προβλέπει πως θα εφαρμοστεί για όλες τις εκρεμμείς αιτήσεις -περί τις 62.000 στους 37 τομείς και κλάδους πρόνοιας σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα- ο τύπος υπολογισμού που είχε θεσμοθετηθεί το 1992 μόνο για νέους ασφαλισμένους (όσους δηλαδή πρωτοασφαλίστηκαν μετά την 1/1/1993).
Στην πράξη, «φωτογραφίζονται» μειώσεις άνω του 20% για όσους έχουν αποχωρήσει από τον Σεπτέμβρη του 2013 και μετά.
Τέλος, μεγάλες μειώσεις, άνω του 30%, έρχονται και για το μέρισμα των δημοσίων υπαλλήλων, αφού το ΜΤΠΥ είναι στο «κόκκινο» και αδυνατεί να πληρώσει τα μερίσματα στους 284.000 συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους του.
Leave a Reply