100 με 120 δισ. ευρώ βρίσκονται στα σεντούκια
Μόνο το 1/3 του ΑΕΠ φορολογείται, το 1/3 νομίμως απαλλάσσεται και το 1/3 φοροδιαφεύγει
- Μπορούν να υπάρξουν υγιείς και πλεονασματικοί προϋπολογισμοί, εκτιμούν έγκυροι οικονομικοί παράγοντες και υποστηρίζουν ότι το παιχνίδι κερδίζεται και μάλιστα από τα αποδυτήρια
Πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για δέκα χρόνια, μείωση του αφορολογήτου στα 5.000 ευρώ και κόψιμο της ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 5 δισ. ευρώ είναι οι νέες απαιτήσεις της συμμαχίας Σόιμπλε – ΔΝΤ (του Τόμσεν, δηλαδή, γιατί η Λαγκάρντ ασχολείται μόνο με την υπόθεση της δίκης της).
Πέρα από το παράλογο αυτών των απαιτήσεων όμως θα πρέπει, για να έχουμε τις σωστές απαντήσεις και τις σωστές αντιδράσεις, αλλά εντέλει και τη σωστή πολιτική, να αναλύσουμε κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος, αφού συμπεριλάβουμε και την παραοικονομία.
Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε ότι από τα 180 δισ. ευρώ Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (177,5 δισ., για την ακρίβεια) μόνο τα 92 δισ. ευρώ έρχονται από τις φορολογικές δηλώσεις. Τα υπόλοιπα 85 δισ. ευρώ νομίμως απαλλάσσονται.
Εάν υπολογίσουμε και ότι η παραοικονομία ξεπερνάει τα 70 δισ. ευρώ, σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι:
Το 1/3 του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΠ) φορολογείται.
Το 1/3 του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος νομίμως απαλλάσσεται!
Το 1/3 του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος φοροδιαφεύγει…
Αν και φαίνεται απλουστευτική η διαπίστωση, τα πραγματικά δεδομένα μπορεί να είναι ακόμα χειρότερα.
Έτσι, λοιπόν, πέρα από τις τιμωρητικές απαιτήσεις των ξένων –που φθάνουν στα όρια του ποταπού–, μήπως πρέπει να αναλογισθούμε τι περιθώρια δικών μας κινήσεων έχουμε; Τα οποία, μάλιστα, ίσως να είναι μεγάλα… Αν εφαρμόσουμε συγκεκριμένα στατιστικά μοντέλα άλλων χωρών, τα νομίμως αφορολόγητα εισοδήματα για κοινωνικούς λόγους δεν θα έπρεπε να ξεπερνούν τα 47 με 51 δισ. ευρώ με βάση το συνολικό Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα. Που σημαίνει ένα πολύ μεγάλο περιθώριο για φορολόγηση συγκεκριμένων κλάδων (ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες) ή κατάργηση προνομιακών και συντεχνιακών φορολογικών απαλλαγών.
Πολλές από αυτές τις απαλλαγές δημιουργούν ευνοϊκό τοπίο ή επιβάλλουν και την παραοικονομία, η οποία από μόνη της έχει θεριέψει. Μόνο στον τουριστικό κλάδο, που είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας, με βάση τους δείκτες αριθμός τουριστών – ξενοδοχειακή δαπάνη – εξωξενοδοχειακή δαπάνη (1 προς 1,8), το ποσοστό χρήσης πλαστικού χρήματος από τουρίστες ανέρχεται στα 12 δισ. ευρώ.
Έτσι, λοιπόν, με βάση τα μετρητά που είχαν παραδοσιακά στη διάθεσή τους οι Έλληνες, αυτά τα οποία σήκωσαν από τις τράπεζες την τριετία 2012-2015 και δεν τα μετέφεραν στο εξωτερικό και αυτά που παράγονται από τον τουριστικό τομέα και δεν κατατέθηκαν μετά το 2012 στο τραπεζικό σύστημα, αθροιστικά έγκυροι υπολογισμοί ανέβαζαν το ποσό των μετρητών που βρίσκεται στα σεντούκια σε 100 με 120 δισ. ευρώ. Ακόμα και σήμερα, σε εποχή capital controls, στα μεγάλα πολυκαταστήματα, όπου είναι βέβαιο ότι οι αποδείξεις εκδίδονται όλες, η σχέση πλαστικού χρήματος με μετρητά είναι 60 – 40.
Μήπως, λοιπόν, πέρα από το να αντιστεκόμαστε σε κακόβουλες λογικές και μέτρα, και πολύ σωστά βέβαια, είναι καιρός να εκτιμήσουμε τα παραπάνω στοιχεία με τρόπους που θα δίνουν για εμάς, και όχι για τους δανειστές μας, υγιείς, πλεονασματικούς και αναπτυξιακούς προϋπολογισμούς;
Είναι φανερό ότι το παιχνίδι κερδίζεται. Και μάλιστα από τα αποδυτήρια.
Το γνωρίζουμε;
Το θέλουμε;
Το μπορούμε;
Leave a Reply